ζωπύρηση

ζωπύρηση
η (AM ζωπύρησις) [ζωπυρώ]
αναζωπύρηση, αναζωογόνηση
νεοελλ.
μτφ. εμψύχωση, τόνωση τού ηθικού, η εγκαρδίωση
αρχ.
1. άναμμα, αναρρίπιση φωτιάς
2. διέγερση, έξαψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”